αναδίπλωση — η ξαναδίπλωμα: Η αναδίπλωση στον πόλεμο είναι πειθαρχημένη υποχώρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
πτυχή — η 1. αναδίπλωση υφάσματος, χαρτιού κτλ., δίπλα, σούρα, ζάρα, πιέτα. 2. καθετί που μοιάζει με πτυχή, κυματοειδής ή αυλακοειδής σχηματισμός: Πτυχές του εδάφους. 3. κάθε αναδίπλωση υμένα, μεμβράνης, δέρματος ή του εγκεφάλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άτα — και (με αναδίπλωση) άτα άτα (επιφών. προτρεπτικό) παιδική λέξη με την οποία τα παιδιά της νηπιακής ηλικίας παρακινούνται να βαδίσουν … Dictionary of Greek
αναδιπλασιασμός — (Γραμμ.).Η επανάληψη στην αρχή των ονοματικών και κυρίως των ρηματικών θεμάτων ενός ή περισσότερων φθόγγων ή ακόμη και ολόκληρης συλλαβής για να τονιστεί η έννοια της λέξης ή για να φανεί η διάρκεια και το τετελεσμένο της πράξης που σημαίνεται με … Dictionary of Greek
αναδιπλώνω — (Α ἀναδιπλῶ, όω) 1. διπλώνω, τυλίγω, συμπτύσσω 2. παθ. α) γίνομαι διπλός, διπλασιάζομαι β) συμπτύσσομαι, συσπειρώνομαι, συμμαζεύομαι αρχ. (στη Γραμμ.) αναδιπλασιάζω, εφαρμόζω αναδιπλασιασμό*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + διπλῶ, ώνω. ΠΑΡ. αναδίπλωση ( ις)] … Dictionary of Greek
αντανακοπή — η (Α ἀντανακοπή) νεοελλ. η ανακοπή την οποία ασκεί κάποιος εναντίον μιας δικαστικής απόφασης και της ανακοπής που έχει γίνει εναντίον της αρχ. (για κύματα) η αναδίπλωση … Dictionary of Greek
αυτισμός — Όρος ψυχιατρικός που υποδηλώνει την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα ύστερα από κάποια διαταραχή της αισθητικότητας και της θέλησης. Ο α. είναι χαρακτηριστικός στους σχιζοφρενείς και εκδηλώνεται με μια αναδίπλωση στον ίδιο τους τον εαυτό,… … Dictionary of Greek